- φαυσιγξ
- φαῦσιγξ-ιγγος ἥ волдырь Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαύσιγξ — αύσιγγος, και φαύστιξ, ιγγος, ἡ, Α 1. φουσκάλα από έγκαυμα και, γενικά, κάθε είδους φλύκταινα ή εξόγκωμα τού δέρματος 2. (κατά τον Ησύχ.) «φαύσιγγες, αἱ ἐν ταῑς πτέρναις γινόμεναι ῥαγάδες». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία πρέπει να συνδεθεί … Dictionary of Greek
φαύζω — ή φαΰζω Α ψήνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φαῦσιγξ] … Dictionary of Greek
φαύστιξ — ιγγος, ἡ, Α βλ. φαῡσιγξ … Dictionary of Greek
φώγω — ΜΑ, και φῴζω και φώγνυμι και φωγνύω Α ψήνω ή ξηραίνω στη φωτιά ή στον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με μορφολογική ποικιλία ως προς το επίθημα. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το ρ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *bhō g τής ΙΕ ρίζας *bhē… … Dictionary of Greek